πυροδότηση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του πυροδοτώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρκεβούζιο — Φορητό πυροβόλο όπλο, που εμφανίστηκε προς το τέλος του 14ου αι. Στην αρχή, τα α. ήταν πολύ βαριά και δύσχρηστα, και είχαν μία σιδερένια κάνη, εφαρμοσμένη σε ένα ξύλινο στήριγμα ορισμένου σχήματος. Για την πυροδότηση ήταν εφοδιασμένα με μηχανισμό … Dictionary of Greek
πυροδοτικός — ή, ό, Ν [πυροδοτώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυροδότη ή στην πυροδότηση ή αυτός με τον οποίο γίνεται πυροδότηση (α. «πυροδοτική θρυαλλίδα» β. «πυροδοτικός μηχανισμός») … Dictionary of Greek
αυτανάφλεξη — Φαινόμενο κατά το οποίο σε μερικά σώματα αυξάνεται αυτόματα η θερμοκρασία εξαιτίας χημικών αντιδράσεων που συντελούνται μέσα σε αυτά και οξειδώνονται από το οξυγόνο του ατμοσφαιρικού αέρα, με αποτέλεσμα να σημειωθεί ανάφλεξη, χωρίς βέβαια καμιά… … Dictionary of Greek
αφλογιστία — η το να μην αναφλεγεί καψούλι ή γόμωση όπλου παρά την πυροδότηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφλόγιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
κατευθυντήρας — ο (Α κατευθυντήρ, ῆρος) [κατευθύνω] αυτός που κατευθύνει, που προσδιορίζει την πορεία, την κατεύθυνση ενός κινητού αντικειμένου νεοελλ. φρ. «κατευθυντήρας βολής» μηχανισμός με τον οποίο επιτυγχάνεται η ταυτόχρονη σκόπευση και πυροδότηση πολλών… … Dictionary of Greek
κλείστρο — Μηχανισμός των πυροβόλων όπλων, ο οποίος κλείνει τη θαλάμη και αντιστέκεται στην πίεση των αερίων που παράγονται από την έκρηξη της γόμωσης. Η ιδέα της γόμωσης από τη θαλάμη εμφανίστηκε όταν σχεδιάστηκαν τα πρώτα πυροβόλα, αλλά η πρωτόγονη… … Dictionary of Greek
ολόπλευρος — η, ο 1. αυτός που γίνεται ή συμβαίνει σε όλη την έκταση τής πλευράς ή από όλες τις πλευρές («ολόπλευρη έρευνα») 2. φρ. «ολόπλευρο πυρ» η ταυτόχρονη πυροδότηση όλων τών πυροβόλων τής μιας πλευράς πολεμικού πλοίου, κν. μονοφιτιλιά τής μπάντας.… … Dictionary of Greek
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek
πυροδοτώ — έω, Ν 1. μεταδίδω πυρ σε εκρηκτικό γέμισμα, προκαλώ πυροδότηση 2. μτφ. γίνομαι η αφορμή να προκληθεί απότομη μεταβολή μιας κατάστασης («με τον προκλητικό λόγο που εκφώνησε ο ξένος διπλωμάτης πυροδότησε έντονες αντιδράσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ* +… … Dictionary of Greek